- σωματίου
- σωμάτιονsmall bodyneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ακαμψία, μαγνητική — Το γινόμενο της ακτίνας καμπυλότητας της τροχιάς ενός σωματίου που κινείται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο με τη μαγνητική επαγωγή του πεδίου. Αν ρ είναι η ακτίνα της κυκλικής τροχιάς που διαγράφει ένα φορτισμένο σωμάτιο, όταν κινείται σε ένα… … Dictionary of Greek
άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… … Dictionary of Greek
ειδικό φορτίο — Ο λόγος του φορτίου ενός στοιχειώδους σωματίου προς τη μάζα του σωματίου, δηλαδή το φορτίο ανά μονάδα μάζας του σωματίου. Για παράδειγμα, στο ηλεκτρόνιο το ε.φ. e/m ελαττώνεται (εξαιτίας αύξησης της μάζας) καθώς η ταχύτητα του ηλεκτρονίου… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
εμβέλεια — Το ολικό μήκος R της τροχιάς που μπορεί να διανύσει ένα σωμάτιο, έως ότου μηδενιστεί η ενέργειά του εξαιτίας ιονισμού (στα άτομα του απορροφητή), διέγερσης και άλλων αλληλεπιδράσεων με το υλικό μέσο στο οποίο κινείται. Η ε. ενός δεδομένου… … Dictionary of Greek
αντισωμάτιο — Όρος με τον οποίο προσδιορίζεται στην πυρηνική φυσική ένα στοιχειώδες σωμάτιο που έχει ιδιότητες αντίθετες από τις ιδιότητες ενός καθορισμένου ατομικού σωματίου. Ένα α. είναι ένα είδος κατοπτρικής εικόνας ενός σωματίου: όταν ένα σωμάτιο και το… … Dictionary of Greek
δίδυμη γένεση — Φαινόμενο κατά το οποίο εξαφανίζεται ένα φωτόνιο κοντά σε έναν πυρήνα, που έχει μόνο καταλυτικό ρόλο, και δημιουργείται ταυτόχρονα ένα ζεύγος ποζιτρονίου και ηλεκτρονίου. Για να σχηματιστεί ένα μόνο σωμάτιο μη μηδενικής μάζας ηρεμίας από ένα… … Dictionary of Greek
ελικότητα — Το συνημίτονο της γωνίας μεταξύ των ανυσμάτων της ορμής και της στροφορμής (spin) ενός σωματίου. Η ε., όπως δείχνουν τα πειράματα, είναι σημαντική φυσική ιδιότητα, ικανή για τη διαφοροποίηση των νετρίνων και των αντινετρίνων. Πράγματι, η μόνη… … Dictionary of Greek
Έρενφεστ, Πάουλ — (Paul Ehrenfest, Βιέννη 1880 – Άμστερνταμ 1933). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1904) και το 1912 –έπειτα από παραμονή μερικών χρόνων στη Ρωσία– έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν… … Dictionary of Greek